- σωματείο
- Ένωση προσώπων που επιδιώκει έναν οποιοδήποτε θεμιτό, όχι κερδοσκοπικό, σκοπό: ιδεολογικό, κοινωνικό, αγαθοεργό, εκπαιδευτικό, καλλιτεχνικό, επαγγελματικό, πολιτικό κλπ. Τα σ. αποχτήσανε τεράστια σημασία στην εποχή μας εξαιτίας της ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος (*συνδικάτα) και των πολιτικών κομμάτων, που λειτουργούν γενικά με τη μορφή σ. Η ανάπτυξη και λειτουργία των σ. πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της «ελευθερίας» ή «δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι», για το οποίο προνόησαν όλα τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά ελληνικά και ξένα συντάγματα. Πολυάριθμα διεθνή νομικά κείμενα (Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, άρ. 20, Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης, άρ. 11 κ.ά.), διακηρύττουν επίσης και προστατεύουν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Η ελευθερία αυτή εκφράζεται ουσιαστικά στο νεώτερο συνταγματικό κράτος με την επιβεβαίωση της αρχής ότι, για τη σύσταση σ. δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια της διοικητικής αρχής.
Το νομικό καθεστώς των σ. στην Ελλάδα ρύθμιζαν, ως την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, αποκλειστικά ο ν. 281)1914 «περί σ.», ο ν. 2151)1920 και ο β.δ. της 15)20-5-1920 «περί επαγγελματικών σ.» και ο α.ν. 2189)1940 «περί φιλανθρωπικών σ.». Το όλο θέμα ρυθμίζεται τώρα θεμελιακά από τα άρ. 78-106 του A.K. Οι διατάξεις των προηγούμενων νόμων ισχύουν μόνον όσο δεν είναι αντίθετοι στον A.K. Ορισμένα μόνο άρθρα της περί επαγγελματικών σ. νομοθεσίας καταργήθηκαν.
Ο A.K. απαιτεί για τη σύσταση σ. είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα (αντί των τριών του ρωμαϊκού δίκαιου) και υποβολή αίτησης προς το πρωτοδικείο για εγγραφή στο επίσημο βιβλίο των σ. Μαζί με την αίτηση υποβάλλεται και το καταστατικό, που πρέπει υποχρεωτικά να ορίζει το σκοπό, την επωνυμία, την έδρα του σ., τους όρους υπό τούς οποίους γίνονται δεκτά και αποχωρούν μέλη και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τούς πόρους του σ., και τον τρόπο της διοίκησης του. Το πρωτοδικείο, αν βρει νόμιμη την αίτηση, διατάζει την εγγραφή καθώς και τη δημοσίευση περίληψης του καταστατικού στις εφημερίδες, και από την εγγραφή αυτή το σ. αποχτά νομική προσωπικότητα. Ο A. K. θέτει την αρχή της ισοτιμίας όλων των μελών από τα οποία εκλέγονται, κατά κανόνα, τα μέλη της διοίκησης του σ., χωρίς να αποκλείει να επιτραπεί, με ρητή διάταξη του καταστατικού, να διορίζονται στη διοίκηση και μη μέλη του σ. Ανώτατο όργανο διοίκησης, που ασκεί εποπτεία και έλεγχο σε όλα τα άλλα, ορίζει τη γενική συνέλευση των μελών, της καθορίζει τον τρόπο σύγκλησης και λειτουργίας, απαιτώντας, για τη λήψη αποφάσεων, απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σύγκληση συνέλευσης δεν απαιτείται αν όλα τα μέλη δηλώσουν, γραπτά, τη συναίνεση τους σε οποιαδήποτε πρόταση. Το σ. διαλύεται κατά τις προβλέψεις του καταστατικού ή αν τα μέλη του γίνουν λιγότερα από δέκα, καθώς και με απόφαση του πρωτοδικείου. Η ανάθεση της απόφασης για τη διάλυση στη δικαστική αρχή αποτελεί σοβαρή εγγύηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Πρέπει να σημειωθεί τέλος ότι για την αποφυγή καταχρήσεων, απαγορεύεται η διανομή της περιουσίας του σ. που διαλύθηκε ανάμεσα στα μέλη του.
* * *το / σωματεῑον, ΝΜ [σώμα, -ατος]ένωση ατόμων που επιδιώκουν έναν κοινό σκοπόνεοελλ.1. (νομ.) προαιρετική ένωση φυσικών προσώπων τα οποία, υπό νομική συλλογική προσωπικότητα, επιδιώκουν κοινούς, μη κερδοσκοπικούς σκοπούς («καλλιτεχνικό σωματείο»)2. φρ. α) «αλληλοβοηθητικά σωματεία»(νομ.) σωματεία που έχουν ως σκοπό να παρέχουν στα μέλη τους, καθώς και στις οικογένειες τών μελών τους, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χρηματρικά επιδόματα σε περίπτωση προσωρινής ανικανότητας για εργασία, εφάπαξ βοηθήματα, συντάξεις κ.ά. βοήθειαβ) «επαγγελματικά σωματεία»(νομ.) νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύονται από μισθωτούς ή εργοδότες βάσει ειδικών συμπληρωματικών τού Αστικού Κώδικα διατάξεων και τα οποία αποσκοπούν στη διαφύλαξη και προαγωγή τών κοινών επαγγελματικών συμφερόντωνγ) «θρησκευτικά σωματεία» — θρησκευτικές οργανώσεις στελεχωμένες από μορφωμένους κληρικούς και λαϊκούς που έχουν ως έργο την ενίσχυση τού κηρύγματος, τής κατήχησης και τού γενικότερου πνευματικού έργου τής Εκκλησίας.
Dictionary of Greek. 2013.